πῆρξε τό καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νικομήδειας, κατά τόν διωγμό τῶν Χριστιανῶν ἐπί Διοκλητιανού.
Καταγγέλθηκε σάν χριστιανή, πού ἀποσποῦσε νεαρές εἰδωλολάτρισσες ἀπό τήν πολυθεΐα καί ὁδηγήθηκε μπροστά στόν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο. Ἐκεῖ ἡ Βασίλισσα ὁμολόγησε χωρίς κανένα δισταγμό, ὅτι εἶναι χριστιανή καί λατρεύει τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό. Μαστιγώθηκε σκληρά καί στή συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε καί τήν ἔριξαν μέσα στή φωτιά. Ἀλλά μέ θαυματουργικό τρόπο ἡ Βασίλισσα, βγῆκε ἀπό τήν φωτιά ἄθικτη. Οἱ εἰδωλολάτρες, θεώρησαν πώς αὐτό ἦταν μαγική ἐνέργεια καί ἔτσι τήν ἔριξαν γιά τροφή σέ δυό πεινασμένα λιοντάρια. Ἡ Βασίλισσα ὅμως, διά τῆς προσευχῆς πρός τόν Θεό, ἔκανε τά δυό λιοντάρια νά σταθοῦν σάν ἥμερα ἀρνιά μπροστά της. Τότε ἔγινε καί τό μεγαλύτερο θαῦμα. Ἄνοιξαν τά πνευματικά μάτια τοῦ ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου καί ἔπεσε μετανοημένος στά πόδια τῆς Βασίλισσας καί ζήτησε ἀπ’ αὐτήν νά τόν κατηχήσει στή χριστιανική πίστη.
Ἡ Βασίλισσα, χαρά γεμάτη, τόν παρέπεμψε στόν ἐπίσκοπο Νικομήδειας Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος κατήχησε καί βάπτισε τόν Ἀλέξανδρο χριστιανό. Εὐτυχισμένος πλέον ὁ Ἀλέξανδρος, ζήτησε διά τῆς προσευχῆς ἀπό τόν Θεό νά τόν πάρει ὅσο γίνεται σύντομα κοντά Του, καί ἡ δέησή του εἰσακούστηκε.
Μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ Κύριος δέχτηκε καί τήν ψυχή τῆς Βασίλισσας. Τό δέ τίμιο λείψανό της, τάφηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο, κοντά σέ μία πέτρα, ἀπό τήν ὁποία ἄλλοτε, μετά ἀπό προσευχή της, εἶχε ἀναβλύσει νερό.