ἱερός καί φλογερός αὐτός ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπό τή Ρώμη καί ἔζησε στά χρόνια τῶν Ἀποστόλων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι, ἀλλά εἰδωλολάτρες. Εἶχαν δύο παιδιά, τόν Αὐξίβιο καί ἕναν ἄλλο, τόν Θεμισταγόρα, πού ἦταν πιό μικρός.
Ὁ Αὐξίβιος εἶχε ὡραῖο καί ἐπιβλητικό παράστημα ἀγαποῦσε δέ πολύ τά γράμματα. Ὅταν μεγάλωσε καί ἦρθε ὁ καιρός νά μορφωθεῖ, οἱ γονεῖς του τόν παρέδωσαν σέ σοφούς δασκάλους, κοντά στούς ὁποίους ὁ νέος διδάχτηκε ὅλη τή σοφία καί τή γνώση τοῦ καιροῦ του. Τήν ἴδια περίοδο ὁ φιλομαθής νέος εἶχε γνωριστεῖ καί μέ χριστιανούς, καί ἄρχισε καί ἀπό αὐτούς νά μαθαίνει τά τῆς νέας θρησκείας.
Οἱ γονεῖς πού ἔβλεπαν στό μεταξύ τό παιδί τους νά μεγαλώνει καί νά φτάνει στήν κατάλληλη ἡλικία γιά ἀποκατάσταση, ἄρχισαν νά τοῦ μιλοῦν γιά γάμο καί νά τόν ἐκβιάζουν νά νυμφευτεῖ. Μά ὁ καλός καί μεγαλεπήβολος νέος πού διψοῦσε γιά ἄλλη ζωή, ζωή ἀνώτερη, τούς παράτησε καί ἔφυγε κρυφά ἀπό τή Ρώμη μ’ ἕνα καράβι, πού ταξίδευε στήν Κύπρο. Κάποιο πρωινό τό καράβι ἔφτασε καί ἀγκυροβόλησε στόν Λιμνίτη, ἕνα λιμάνι πού βρίσκεται στή βόρεια ἀκτή τῆς νήσου καί ἀπέχει τέσσερα περίπου μίλια ἀπό τήν πόλη τῶν Σόλων. Τήν πόλη αὐτή, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔκτισε ὁ βασιλιάς τῆς Αἴπειας Φιλόκυπρος, τό πρῶτο τέταρτο τοῦ ἕκτου αἰῶνος π.Χ. πρός τιμή τοῦ μεγάλου νομοθέτου τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Σόλωνα, πού ἐπισκέφθηκε τότε τήν Κύπρο. Στήν πόλη αὐτή ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ κανόνισε, ὥστε ὁ Αὐξίβιος νά συναντηθεῖ μέ τόν ἀπόστολο Μᾶρκο καί νά γίνει μαθητής του. Ὁ νεαρός ἀπόστολος ἦταν μόνος του, γιατί ὁ σύντροφός του, καί ἀρχηγός τῆς ἱεραποστολικῆς ὁμάδας, Κύπριος ἀπόστολος Βαρνάβας εἶχε ὑποστεῖ στό μεταξύ τόν μαρτυρικό θάνατο στή Σαλαμίνα. Τόν εἶχαν λιθοβολήσει ἕνα βράδυ οἱ Ἰουδαῖοι.
Κοντά στόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο ὁ νεαρός προσήλυτος Αὐξίβιος συμπλήρωσε τίς γνώσεις του γιά τή νέα πίστη, δέχτηκε τό βάπτισμα καί χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Ἀπό τή στιγμή αὐτή στήν ψυχή του ἕνας πόθος φλογερός καί ἱερός εἶχε ἀνάψει δυνατά. Ὁ πόθος νά μεταδώσει τόν θησαυρό πού βρῆκε καί σέ ἄλλους. Νά βοηθήσει καί ἄλλους νά γνωρίσουν τόν Χριστό καί νά μοιραστοῦν μαζί του τήν ἀνεκλάλητη χαρά του.
Στόν πόθο του ὅμως αὐτό τόν ἱερό καί ἅγιο παρουσιαζόταν ἐμπόδιο τρανό καί ἀνυπέρβλητο μία ὑπόδειξη – ἐντολή, πού τοῦ ἔκαμε ὁ δάσκαλός του, ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος.
– Προσπάθησε, τοῦ εἶχε πεῖ, νά ἐπιβληθεῖς στούς γύρω σου πρῶτα μέ τό παράδειγμά σου καί τά ἔργα σου καί ὕστερα μέ τά λόγια καί τή διδασκαλία σου.
Τήν ὑπόδειξη αὐτή ὁ ἅγιος μας τήν σεβάστηκε καί τήν τήρησε πιστά. Εἶχε μάθει πώς ἡ ὑπακοή εἶναι μεγάλη ἀρετή γιά τόν χριστιανό. Γι’ αὐτό καί δέν θέλησε νά τήν ἀγνοήσει. Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τόν εὐαγγελιστή καί πνευματικό πατέρα καί ὁδηγό του Μᾶρκο, πού ἀναχώρησε γιά τήν Αἴγυπτο, ὁ νεοφώτιστος μαθητής ἔφυγε καί αὐτός ἀπό τόν Λιμνίτη, κι ἦρθε στούς Σόλους. Ἐκεῖ κοντά στόν μεγάλο καί καλλιμάρμαρο ναό τῆς πόλης πού ἦταν ἀφιερωμένος στόν πατέρα «τῶν θεῶν καί τῶν ἀνθρώπων», τόν Δία, συνάντησε ὁ ἅγιος μας τόν εἰδωλολάτρη ἱερέα, πού μόλις τόν εἶδε καί ἀντιλήφθηκε πώς ἦταν ξένος, τόν κάλεσε γιά νά τόν φιλοξενήσει.
Στό σπίτι τοῦ ἱερέα ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἔμεινε ἀρκετό καιρό χωρίς νά μιλήσει ποτέ σέ κανένα γιά τή χριστιανική του ἰδιότητα.
Κάποια μέρα πού ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας ἐπέστρεψε ἀπό τόν ναό, ὁ Αὐξίβιος ἀποφάσισε νά διακόψει τή σιωπή.
– Γιατί λατρεύετε καί προσκυνᾶτε σάν θεούς τίς πέτρες καί τά μάρμαρα, τοῦ εἶπε; Ὀφθαλμούς ἔχουσι, μά δέν βλέπουσι. Ὦτα ἔχουσι, μά δέν ἀκούουσι οὔτε καί ἀντιλαμβάνονται τίς προσευχές τίς ὁποῖες κάμνετε, καί τίς θυσίες πού τούς προσφέρετε. Ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν, ὅπως ἔχω ἀκούσει, εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Αὐτός ἔχει δημιουργήσει ὅλο τόν κόσμο μέ μόνο τόν λόγο του. Αὐτός δημιούργησε καί τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό ἕνα ζευγάρι. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο γιά νά εἶναι εὐτυχισμένος. Γιά τήν εὐτυχία του, τόν ἔβαλε σ’ ἕνα θαυμάσιο κῆπο, τόν Παράδεισο μέσα στόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μέ λίγη δουλειά θά μποροῦσε νά βρίσκει, ὅτι τοῦ χρειαζόταν γιά τήν εὐτυχία του. Γιά νά εἶναι ὄμορφη ἡ ζωή του καί νά ἔχει νόημα, τοῦ ἔδωσε καί μία ἐντολή, ἕνα νόμο. Τοῦ εἶπε νά τρώγει ἀπό τούς καρπούς ὅλων τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου. Νά μήν τρώγει μόνο ἀπό τούς καρπούς ἑνός δένδρου, πού τό ὀνόμασε «δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κάκου». Μέ τήν ὑπακοή τους οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι στήν ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ, θά μποροῦσαν νά τελειοποιηθοῦν στήν ἀρετή καί νά ὁμοιάσουν μέ τόν Δημιουργό τους. Νά γίνουν ἅγιοι, ὅπως Ἅγιος εἶναι καί Αὐτός. Δυστυχῶς οἱ πρωτόπλαστοι, ἔτσι λέμε τούς πρώτους ἀνθρώπους, δέν τήρησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά πολύ καιρό.
Τήν παράβηκαν. Παράκουσαν. Καί μέ τήν παρακοή τους ἔχασαν τόν Παράδεισο. Μόνο αὐτό; Κάτι περισσότερο. Μπῆκε καί τό κακό στόν κόσμο μέ ἀποτέλεσμα ὁ βασιλιάς τῆς δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος νά γίνει σάν τά ἄλογα ζῶα. Νά κάμει σκοπό του τό φαγητό καί τό ποτό καί τήν ἱκανοποίηση τῶν πόθων καί τῶν ὁρμῶν του. Καί ὅταν δέν ἔβρισκε τά μέσα, τότε δέν εἶχε παρά νά κλέβει, νά ἀδικεῖ, νά σκοτώνει. Νά σκοτώνει καί αὐτούς τούς δικούς του. Νά σκοτώνει τ’ ἀδέλφια του, τόν σύντροφό του, τά παιδιά του.
Ἀπό τό κατάντημα αὐτό ὁ καλός Θεός θέλησε νά σώσει στίς ἡμέρες μας τά πλάσματά του. Αὐτός, γιά τόν ὁποῖο μᾶς μίλησαν οἱ μεγάλοι σοφοί μας, ᾖρθε. Ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί ᾖρθε. Γεννήθηκε σάν ἄνθρωπος, μεγάλωσε σάν καί ἐμᾶς, δίδαξε, πέθανε, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε στόν Οὐρανό καί θά ξανάρθει νά μᾶς κρίνει. Νά τιμωρήσει τό κακό καί νά βραβεύσει τό καλό.
Τά ἁπλά τοῦτα λόγια τοῦ ἁγίου συγκίνησαν τόν καλοκάγαθο εἰδωλολάτρη ἱερέα, πού ὄχι μόνο ἔπαψε σέ λίγο νά θυσιάζει στούς ψεύτικους καί ἀνύπαρκτους θεούς, τά εἴδωλα, ἀλλά καί ἄρχισε νά ζητᾷ νά μάθει περισσότερα γιά τόν Θεό τῶν χριστιανῶν. Καί ὁ ἱεραπόστολος συνέχισε νά τόν διδάσκει. Ἡ κατήχηση κράτησε κάμποσες μέρες. Τό ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε θριαμβευτικό. Ἕνα βράδυ ὁ κατηχούμενος ἀσπάστηκε τήν καινούργια πίστη καί βαπτίστηκε στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό πρόσωπό του ἡ χριστιανική Ἐκκλησία βρῆκε ἀκόμη ἕνα ζηλωτή ἐργάτη, ἕνα ἐργάτη μέ κῦρος καί παλμό.
Λίγες μέρες μετά τό περιστατικό τοῦτο, ὁ ἅγιος μας δέχθηκε στούς Σόλους τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἱεροῦ Ἠρακλειδίου, ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ. Ἀφορμή γιά τήν ἐπίσκεψη ἔδωκε τοῦτο τό γεγονός.
Ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος μετά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τήν Κύπρο, πῆγε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπό ἐκεῖ, ἀφοῦ ἵδρυσε τήν πρώτη Ἐκκλησία στήν πολυάνθρωπο ἐκείνη πόλη, ἔφυγε γιά νά βρεῖ τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἡ εὐγενική ψυχή τοῦ νεαροῦ ἀποστόλου ἔνοιωθε τήν ἀνάγκη νά συναντήσει τόν πολύπειρο ἀπόστολο καί νά συζητήσει μαζί του μερικά προβλήματα τοῦ χριστιανικοῦ ἔργου. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ συνάντηση πραγματοποιήθηκε γρήγορα. Καί οἱ δύο ἀπόστολοι ἀφοῦ ἀντήλλαξαν ἀσπασμό χριστιανικῆς ἀγάπης, ἄρχισαν μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον νά συνομιλοῦν γιά τήν Κύπρο. Κατά τή συνομιλία ὁ Μᾶρκος ἀποκάλυψε στό φλογερό ἀπόστολο τό μαρτυρικό τέλος τοῦ φίλου του ἀποστόλου Βαρνάβα καί τοῦ φανέρωσε πώς στήν Κύπρο δέν ἦταν ἄλλος ἀπόστολος γιά νά συνεχίσει τό ἔργο τους. Ὁ θεῖος Παῦλος, σάν ἄκουσε τή δυσκολία, ἔσπευσε ἀμέσως νά στείλει στό πολύπαθο νησί τούς συνεργάτες του Ἐπαφρά καί Τυχικό καί μερικούς ἄλλους. Τούς ἔστειλε στόν Ἠρακλείδιο μέ ἐπιστολή στήν ὁποία τοῦ ἔγραφε, νά ἐγκαταστήσει τόν μέν Ἐπαφρά ἐπίσκοπο στήν Πάφο, τόν Τυχικό στή Νεάπολη, δηλαδή τή Λεμεσό καί τόν Αὐξίβιο στούς Σόλους χωρίς ὅμως νά τόν χειροτονήσει.
Καί ὁ λόγος; Γιατί ὁ Αὐξίβιος ἦταν χειροτονημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Μᾶρκο.
Ὁ ἅγιος Ἠρακλείδιος μόλις πῆρε τήν ἐπιστολή, φρόντισε νά κάμει ὅ,τι τοῦ ἔγραφε ὁ μακάριος Παῦλος καί πῆγε νά συναντήσει τόν Αὐξίβιο. Ἡ συνάντηση ὑπῆρξε συγκινητική. Οἱ ἱεροί ἄνδρες «ἠσπάσθησαν ἀλλήλους φιλήματι ἁγίῳ» καί ἄρχισαν μέ ἀγάπη καί κατανόηση νά συζητοῦν. Ὁ Ἠρακλείδιος μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, ἀφοῦ ἄκουσε τόν Αὐξίβιο, τόν συμβούλεψε νά φανερώσει πιά τήν ἰδιότητά του καί ν’ ἀρχίσει νά ἐργάζεται μέ ζῆλο γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν συμπολιτῶν του.
Τό κήρυγμα τοῦ Αὐξιβίου προβαλλόμενο ἔντονα καί ἀπ’ τήν ἅγια ζωή του καί τά πολλά θαύματα μέ τά ὁποῖα τόν χαρίτωσε ὁ Κύριος, ἔφερε καταπληκτικά ἀποτελέσματα. Συνεχῶς τό μικρό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ πλήθαινε· πλήθαινε καί γινόταν λαός πολύς. Τά διάφορα σπίτια στά ὁποῖα μαζεύονταν ὡς τότε οἱ χριστιανοί, γιά νά ἐκτελοῦν τά θρησκευτικά τους καθήκοντα, μίκραιναν καί δέν τούς χωροῦσαν. Μία ἀνάγκη πρόβαλε ἀπαιτητική: Ἡ δημιουργία ἐνός εἰδικοῦ χώρου γιά τίς συναθροίσεις τῶν πιστῶν. Τό κτίσιμο μιᾶς ἐκκλησίας.
Ἕνα πρωινό μετά τή συνηθισμένη συγκέντρωση ὁ θεῖος Ἠρακλείδιος παράλαβε τόν ἅγιο Αὐξίβιο καί ἀφοῦ ἀνέπεμψε μαζί του θερμή προσευχή, χάραξε σέ κάποιο τόπο τόν χῶρο ἐκκλησίας, τοῦ ἔδωκε τίς τελευταῖες συμβουλές καί τόν ἀποχαιρέτησε.
Ὁ ἱερός Ἠρακλείδιος ἀναχώρησε μέ τή συνοδεία του γιά τήν πατρίδα του. Καί ὁ μακάριος Αὐξίβιος ρίχτηκε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του στό ἔργο πού ἔλαβε. Καί νά! Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σέ λίγο χρόνο, μία ὄμορφη ἐκκλησία ὑψώθηκε στήν πόλη τῶν Σόλων. Μέσα σ’ αὐτή μέ προθυμία καί ἐνθουσιασμό μαζεύονταν οἱ πιστοί καί οἱ προσήλυτοι τίς ὁρισμένες μέρες γιά ν’ ἀκούσουν τά ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Μία βραδιά ἐκεῖ πού ὁ ἅγιος Αὐξίβιος δίδασκε πρόσεξε μέσα στό πλῆθος μία γνωστή του ἀγαπημένη μορφή. Ἦταν ὁ ἀδελφός του Θεμισταγόρας πού εἶχε ἔλθει ἀπό τή Ρώμη μέ τή σύζυγό του, τήν ἐνάρετη Τιμώ, γιά νά τόν βρεῖ. Ἡ συνάντηση τῶν ἀδελφῶν ὕστερα ἀπό τόσο καιρό ὑπῆρξε πολύ – πολύ συγκινητική. Ὁ Αὐξίβιος κράτησε κοντά του τό ἀγαπητό ζευγάρι. Τό κατήχησε μέ ἰδιαίτερη χαρά στή χριστιανική πίστη καί κάποια βραδιά προχώρησε στή βάπτισή του. Μετά χειροτόνησε τόν Θεμισταγόρα πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σόλων καί τή γυναῖκα του διακόνισσα γιατί ὕστερα ἀπό τό βάπτισμα οἱ δυό σύζυγοι ἔζησαν πιά σάν ἀδελφοί.
Ἡ συστηματική ἐργασία τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου πού συνοδευόταν ἀπό μία πολύ προσεκτική καί ἐνάρετη ζωή, μαζί μέ τά πολλά του θαύματα ἔγινε ἀφορμή, ἡ πρώτη ἐκκλησία πού κτίστηκε, νά εἶναι σέ λίγο χρόνο πολύ μικρή γιά νά ἐξυπηρετήσει τά πλήθη τῶν πιστῶν τῆς ἱστορικῆς πόλεως. Μέ τή βοήθεια ὅλων τῶν χριστιανῶν μία νέα προσπάθεια ἀναλήφθηκε. Καί τή μικρή ἐκκλησία πολύ γοργά ἀντικατέστησε μία καινούργια πολύ πιό μεγάλη καί ὡραῖα.
Ἀλήθεια! Τί δέν κάνει ἡ ὁμόνοια, ὁ ζῆλος τῶν πιστῶν καί ἡ ἁγία ζωή;
Ἀνθρώπους μέ φλογερό ζῆλο καί ἁγία ζωή χρειάζεται καί ἡ ἐποχή μας, γιά ν’ ἀλλάξει καί νά ὀρθοποδήσει. Μά τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἐνάρετη καί ἁγία ζωή μόνο ἕνας μπορεῖ νά τούς δημιουργήσει: Ὁ Χριστός.
Κοντά στόν νεοποιό Χριστό καλεῖται νά τρέξει καί νά σταθεῖ ὁ καθένας πού θέλει καί ποθεῖ ἀληθινά νά γίνει ὁ καινούργιος καί πραγματικά κοινωνικός ἄνθρωπος.
Τά ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας πού συνέστησε ὁ Κύριος καί προπαντός τά ἁγιαστικά Μυστήρια πού λέγονται: Μετάνοια, Ἐξομολόγηση καί Θεία Εὐχαριστία εἶναι δύο μέσα μοναδικά γιά νά πραγματώσει ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐκεῖνο πού ἔλεγαν oἱ πρόγονοι καί πατέρες μας: «Τί ὄμορφο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ἄνθρωπος». Τότε, αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολύ πιό εὔγλωττο καί ἀπό τά ὡραιότερα λόγια. Τέτοιο ἦταν τό κήρυγμα τοῦ μεγάλου ἁγίου μας, τοῦ ἱεροῦ Αὐξιβίου. Κέρδισε τήν ἐμπιστοσύνη τῶν συμπολιτῶν του μέ τήν ἅγια ζωή του. Πενήντα ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε σάν ἀρχιερέας διδάσκοντας καί νουθετώντας τό ποίμνιό του.
Πρίν κλείσει τά μάτια ὅρισε σάν διάδοχο καί ἀντικαταστάτη του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῶν Σόλων τόν μαθητή καί συνεργάτη του Αὐξίβιο.
Αὐτός τόν κατήχησε καί τόν βάπτισε καί τοῦ ἔδωκε καί τ’ ὄνομά του. Μετά ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε μέ δάκρυα στοργῆς καί ἀγάπης κλῆρο καί λαό παρέδωκε τό πνεῦμα.
Οἱ χριστιανοί πένθησαν τόν πνευματικό τους πατέρα καί τόν κήδεψαν μέ πολύ σεβασμό καί ἐπιμέλεια.
Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου ἔγινε «ἰατρεῖον νοσημάτων ἄμισθον καί θλιβομένων ψυχῶν παραμύθιον».
Χιλιάδες πιστοί ἀπό ὅλη τή νῆσο προσέρχονται κάθε χρόνο μ’ εὐλάβεια στή χάρη του γιά νά ζητήσουν μέ δάκρυα τήν μεσιτεία καί τήν βοήθειά του. Ἀληθινά! Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ!.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀποστόλων τήν χάριν ὡς τοῦ Πνεύματος ὄργανον, διά Μάρκου τοῦ θείου, θησαυρίσας, Αὐξίβιε, ἐδείχθης Ἱεράρχης εὐκλεής, καί πρόεδρος τῶν Σόλων καί ποιμήν διά τοῦτό σου τήν μνήμην, τήν ἱεράν τιμῶμεν ἀνακράζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.