Τῷ καιρῷ ἐκείνω, προσκαλεῖται ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ ράβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, ἀλλ᾿ ὑποδεδεμένους σανδάλια, καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας.
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.
Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τόν καιρό ἐκεῖνο, προσκαλεῖ ὁ Ἰησοῦς πλησίον του τοὺς δώδεκα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ δύο δύο καὶ τοὺς ἔδωκε ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴν βαστάζουν ἐπάνω τους εἰς τὸν δρόμον τίποτε παρὰ μόνον ράβδον, οὔτε ψωμί, οὔτε σάκκον, οὔτε χάλκινα χρήματα εἰς τὴν ζώνην, ἀλλὰ νὰ ἔχουν εἰς τὰ πόδια σανδάλια καὶ νὰ μὴ φοροῦν δύο ὑποκάμισα.
Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Εἰς ὅποιο σπίτι μπῆτε, μείνετε ἐκεῖ ἕως ὅτου φύγετε ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος.
Καὶ ὅσοι δὲν σᾶς δεχθοῦν καὶ δὲν σᾶς ἀκούσουν, τότε, ὅταν θὰ φύγετε ἀπ’ ἐκεῖ, τινάξετε τὴν σκόνην ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας, διὰ νὰ τοὺς χρησιμεύσῃ ὡς μαρτυρία. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὀλιγώτερον θὰ ὑποφέρουν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη».
Αὐτοὶ ἀνεχώρησαν καὶ ἐκήρρυταν ὅτι πρέπει νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἔβγαζαν πολλὰ δαιμόνια καὶ ἄλειφαν πολλοὺς ἀρρώστους μὲ λάδι καὶ τοὺς ἐθεράπευαν.