Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν. Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. Ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται. Καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.
Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ, μετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ υἱόν ἢ θυγατέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὸν σταυρόν του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Ἐκεῖνος, ποὺ ζητεῖ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ τὴν χάσῃ, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας μου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. Ὅποιος σᾶς δέχεται, δέχεται ἐμέ, καὶ ὅποιος δέχεται ἐμέ, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε. Ὅποιος δέχεται προφήτην, διότι εἶναι προφήτης, θὰ λάβῃ ἀνταμοιβὴν προφήτου, καὶ ὅποιος δέχεται δίκαιον, διότι εἶναι δίκαιος, θὰ λάβῃ ἀνταμοιβὴν δικαίου. Καὶ ὅποιος θὰ δώσῃ εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους ἕνα μόνον ποτῆρι κρύο νερό, διότι εἶναι μαθητής μου, σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν θὰ χάσῃ τὴν ἀνταμοιβήν του».
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὰς ἐντολὰς στοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ διδάξῃ καὶ νὰ κηρύξῃ εἰς τὰς πόλεις των.