Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν τόν Ἰησοῦν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν. Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους λέγων· εἰ ἔξεστι τῷ σαββάτῳ θεραπεύειν; οἱ δὲ ἡσύχασαν. Καὶ ἐπιλαβόμενος ἰάσατο αὐτὸν καὶ ἀπέλυσε. Καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπε· τίνος ὑμῶν υἱὸς ἢ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῖται, καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; Καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα.
Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς κεκλημένους παραβολήν, ἐπέχων πῶς τὰς πρωτοκλισίας ἐξελέγοντο, λέγων πρὸς αὐτούς· ὅταν κληθῇς ὑπό τινος εἰς γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι· δὸς τούτῳ τόπον· καὶ τότε ἄρξῃ μετ᾿ αἰσχύνης τὸν ἔσχατον τόπον κατέχειν. Ἀλλ᾿ ὅταν κληθῇς, πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε εἴπῃ σοι· φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον τῶν συνανακειμένων σοι.
Ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Ἕνα Σάββατο ἦλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ σπίτι ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τῶν Φαρισαίων διὰ νὰ φάγῃ, καὶ αὐτοὶ τὸν ἐπρόσεχαν. Ἐκεῖ μπροστὰ του ἦταν ἕνας ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ὑδρωπικία. Ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε τὸν λόγον καὶ εἶπε εἰς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους, «Ἐπιτρέπεται νὰ γίνωνται θεραπεῖαι τὸ Σάββατον;». Ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἐσιώπησαν. Τότε τὸν ἔπιασε, τὸν ἐθεράπευσε καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγῃ. Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε, «Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἐὰν πέσῃ τὸ παιδί του ἢ τὸ βόδι του εἰς τὸ πηγάδι, δὲν θὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸ ἀνασύρῃ ἀμέσως τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ δώσουν εἰς αὐτὸ ἀπάντησιν.
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς καλεσμένους μίαν παραβολήν, ἐπειδὴ ἐπρόσεξε πόσον ἀγαποῦσαν τὰς πρωτοκαθεδρίας:
«Ὅταν σὲ προσκαλέσῃ κάποιος σὲ γάμους, μὴ καθήσῃς εἰς τὸ τραπέζι εἰς τὴν πρώτην θέσιν, μήπως εἶναι καλεσμένος ἄλλος πιὸ ἐπίσημος ἀπὸ σὲ καὶ ἔλθῃ ἐκεῖνος ποὺ ἐκάλεσε σὲ καὶ αὐτὸν καὶ σοῦ πῇ, «Δώσε σὲ τοῦτον τὴν θέσιν», καὶ τότε θὰ κινηθῇς μὲ ἐντροπὴν νὰ καταλάβῃς τὴν τελευταίαν θέσιν. Ἀλλ’ ὅταν σὲ προσκαλέσῃ πήγαινε νὰ καταλάβῃς τὴν τελευταίαν θέσιν, διὰ νὰ σοῦ πῇ, ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος ποὺ σὲ κάλεσε, «Φίλε πήγαινε παραπάνω»· τότε θὰ τιμηθῇς μπροστὰ σ’ ὅλους ποὺ κάθονται μαζί σου στὸ τραπέζι.
Διότι καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του, θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του, θὰ ὑψωθῇ».