Εἶπεν ὁ Κύριος· οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ πᾶν λάχανον, καὶ παρέρχεσθε τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα, καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν.
Ἀποκριθεὶς δέ τις τῶν νομικῶν λέγει αὐτῷ· διδάσκαλε, ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις.
Ὁ δὲ εἶπε· καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Εἶπε ὁ Κύριος:
Ἀλλοίμονο σ’ ἐσᾶς, Φαρισαῖοι, διότι δίνετε τὸ δέκατο ἀπὸ τὸν δυόσμο καὶ τὸ πήγανο καὶ ἀπὸ κάθε λαχανικό, καὶ παραμελεῖτε τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ κάνετε, χωρὶς νὰ παραμελῆτε καὶ ἐκεῖνα. Ἀλλοίμονο σ’ ἐσᾶς, Φαρισαῖοι, διότι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρία εἰς τίς συναγωγές καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τίς ἀγορές. Ἀλλοίμονο σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι εἶσθε σὰν τάφοι ποὺ δὲν φαίνονται καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ περπατοῦν ἐπάνω ἀπὸ αὐτούς, δὲν τὸ γνωρίζουν».
Ἔλαβε δὲ τὸν λόγο κάποιος ἀπὸ τοὺς νομικοὺς καὶ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, ὅταν λὲς αὐτά, βρίζεις κι ἐμᾶς».
Αὐτὸς δὲ εἶπε, Καὶ σ’ ἐσᾶς τοὺς νομικοὺς ἀλλοίμονο, διότι φορτώνετε τοὺς ἀνθρώπους μὲ δυσβάστακτα φορτία, ἐνῷ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι οὔτε μὲ ἕνα δάκτυλό σας δὲν ἀγγίζετε τὰ φορτία.